λεπτῶ

λεπτῶ
λεπτόν
neut gen sg (doric aeolic)
λεπτός
peeled
masc/neut gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λέπτω — (Α) τρώγω, κατατρώγω («λέπτει κατεσθίει», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπω, μεταπλασμένο κατά τους πολλούς ενεστωτ. σχηματισμούς σε πτω ή με επίδραση τού λεπτός] …   Dictionary of Greek

  • λεπτώ — λεπτῶ, όω (Α) [λεπτός] λεπταίνω …   Dictionary of Greek

  • λεπτῷ — λεπτόν neut dat sg λεπτός peeled masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτώ — λεπτόν neut nom/voc/acc dual λεπτός peeled masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτῶι — λεπτῷ , λεπτόν neut dat sg λεπτῷ , λεπτός peeled masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …   Dictionary of Greek

  • μήρινθος — μήρινθος, και σμήρινθος ἡ (Α) 1. σχοινί, σπόγγος («οὐ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῷ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός», Ομ. Ιλ.) 2. ορμιά αλιευτική, πετονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι λ. μήρινθος και μηρύομαι εμφανίζουν πιθ. την εκτεταμένη βαθμίδα *mēr τής ΙΕ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”